- λημματίζω
- λημματίζω (Α) [λήμμα]1. παρέχω πίστωση, πιστώνω2. δέχομαι ως υπόθεση («τὰ λελημματισμένα» — βάσεις συλλογισμού, προτάσεις, προϋποθέσεις, Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λελημματισμένοις — λημματίζω place to credit perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημματιζομένης — λημματίζω place to credit pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλελημματισμένον — πρό λημματίζω place to credit perf part mp masc acc sg πρό λημματίζω place to credit perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημματισμός — λημματισμός, ὁ (Μ) [λημματίζω] κέρδος, ωφέλεια, απόκτημα … Dictionary of Greek
λημματιστής — λημματιστής, ὁ (Α) [λημματίζω] εισπράκτορας φόρων … Dictionary of Greek